- ειρηνοποίηση
- η (AM εἰρηνοποίησις)αποκατάσταση τής ειρήνης, η συνθήκη ειρήνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰρηνοποιήσῃ — εἰρηνοποιέω to make peace aor subj mid 2nd sg εἰρηνοποιέω to make peace aor subj act 3rd sg εἰρηνοποιέω to make peace fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)